ἔνσιτος

ἔνσιτος
ἔνσῑτ-ος, ον,
A public guest, a title of honour at Sparta, IG5(1).53.35, al.
II fed, replete, Hippiatr.111.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔνσιτον — ἔνσιτος public guest masc/fem acc sg ἔνσιτος public guest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτενσιτεύω — Α είμαι γραμμένος πρώτος στον κατάλογο αυτών που σιτίζονται δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἔνσιτος + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”